- κοινοτάφιο
- το (Α κοινοτάφιον)τάφος όπου θάβουν πολλούς μαζί, κοινός τάφος, κοινό μνήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -τάφιον (< τάφος), πρβλ. κενο-τάφιον, κηπο-τάφιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινοτάφιο — το κοινός τάφος, πολυτάφιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek